-
1 κερδαλέος
κερδαλέος, 1) gewinnreich, ersprießlich, nützlich; βουλή Il. 10, 44; Pind. P. 2, 78; Aesch. Eum. 962; τὰς ἐμπορίας τὰς κερδαλέας Ar. Av. 595; κερδαλεώτερόν ἐστι Her. 9, 7, 1; Plat. Crat. 417 b; ἐργασίαι Isocr. 2, 18. – Adv., Thuc. 3, 56. – 2) sich auf seinen Vortheil verstehend, listig, schlau; καὶ ἐπίκλοπος Od. 13, 291; μῦϑος 6, 148; τὴν ἀλώπεκα κερδαλέαν καὶ ποικίλην Plat. Rep. II, 365 c. – S. das Vor.
-
2 ἐπί-κλοπος
ἐπί-κλοπος, diebisch, betrügerisch, schlau, gew. zum Nachtheile Anderer, καὶ ἠπεροπεύς Od. 11, 364; καὶ κερδαλέος 13, 291; ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύϑων, gewandt im Reden, Il. 22, 281, wie τόξων, des Bogens kundig, Od. 21, 397; Hes. vrbdt κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦϑος O. 67. 78; Aesch. Eum.144 u. sp. D., wie μῆτις Ap. Rh. 3, 781. – Seltener in Prosa, γένος λαϑραιότερον καὶ ἐπικλοπώτερον τὸ ϑῆλυ Plat. Legg. VI, 781 a; einzeln bei Sp., καὶ πανοῠργος ἀνήρ App. Syr. 24; δογμάτων, kundig, Plut. def. or. 23, Anspielung auf Hom.
-
3 τοῖος
τοῖος, demonstr. zum Frageworte ποῖος (vgl. τοιοῦτος, τοιόςδε), so beschaffen, ein solcher, von der Art; schon bei Hom. u. Hes. sehr häufig; regelmäßig einem Relativsatze mit οἷος entsprechend, Il. 1, 262. 18, 105 Od. 1, 257. 4, 342. 421. 7, 312 u. sonst, wie dem ὁποῖος entsprechend 17, 421. 19, 77; ὁπποῖόν κ' εἴπῃσϑα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις, Il. 20, 250. – Auch dem einfachen Relativpronomen entspr., Il. 7, 231. 24, 153. 182 Od. 2, 286 u. sonst, dem ὅς κε 11, 135; selten τοῖος ὅπως, so wie, 16, 208. – Häufiger aber ist der Relativsatz aus dem Vorigen zu ergänzen, τοῖος, so, wie gesagt ist, Hom. u. Folgde; Pind. I. 5, 14; ἦ τοῖον ἔργον καὶ ϑεοῖσιν προςφιλές, Aesch. Spt. 562; τοῖον ἐπὶ κνέφας ἀνδρὶ μύσος πεπόταται, Eum. 356; τοῖον πυλωρὸν φύλακα Τεῦκρον ἀμφί σοι λείψω, Soph. Ai. 562; τοίας ἐρέσσουσιν ἀπειλάς, 246. – In Prosa steht es nur, wenn auf der Qualität ein geringer Nachdruck liegt, τοῖος ἢ τοῖος, Plat. Rep. IV, 429 b 437 e, vgl. Phaedr. 271 d. – C. inf., von solcher Art, d. i. fähig od. im Stande Etwas zu thun, τοῖοι ἀμυνέμεν, fähig oder tüchtig, uns zu wehren, Od. 2, 60. – Mit einem adj. in demselben genus, numerus und casus hebt es die Bdtg des adj. mehr hervor, so recht, so ganz und gar, ἐπιεικὴς τοῖος, so recht mäßig, weder zu groß noch zu klein, Il. 23, 246; πέλαγος μέγα τοῖον, ein so gar großes Meer, Od. 3, 321; κερδαλέος τοῖος, 15, 451; ἀβληχρὸς μάλα τοῖος, 11, 135. 23, 282; Σαρδάνιον μάλα τοῖον, so recht sardanisch, 20, 302; Hes. vrbdt es mit dem superl., τοῖος μέγιστος δοῦπος, Th. 703; vgl. Lob. Phryn. 424. – Τοῖον adverbial, so, auf solche Art, so sehr, Il. 22, 241 Od. 1, 209. 3, 496. 4, 776. 7, 30 u. sonst.
См. также в других словарях:
κερδαλέος — α, ο (Α κερδαλέος, α, ον, θηλ. και κερδαλέη και κερδαλή) [κέρδος] αυτός που αποφέρει κέρδος, επωφελής, επικερδής («τὰς τ ἐμπορίας, τὰς κερδαλέας πρός τόν μάντιν κατεροῡσιν». Αριστοφ.) αρχ. 1. δόλιος, πανούργος, πονηρός, κατεργάρης («κερδαλέος κ… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek
VULPES — I. VULPES Varroni quasi volipes, melius ex Graeco ἀλώπηξ, quod παρὰ τὸ ἀλᾷν τὸν ὦπα quia per ambages et gyros cursitando fallit quasi oculos, adeoque, ut ait Philosophus, Histor. animal. l. 1. c. 1. animal est πανοῦργον καὶ κακοῦργον. Unde ἀλιτρὴ … Hofmann J. Lexicon universale
κερδαλεόφρων — κερδαλεόφρων, ον (Α) 1. αυτός που επιθυμεί, που επιζητεί με κάθε τρόπο το κέρδος 2. πανούργος, δόλιος, πολυμήχανος («καὶ σὺ κακοῑσι δόλοισι κεκασμένε, κερδαλεόφρον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδαλέος + φρων (< φρήν), πρβλ. ολβιό φρων, πιστό… … Dictionary of Greek